Tuesday, February 13, 2007
Μέρος 3ο
Ένα μικρό ράγισμα φανερώθηκε σε λίγο. Η πατροπαράδοτη τάξη φάνηκε πως άρχισε να σαλεύεται και στην κοινότητα των Οβραίων, όπως είτανε πια σαλεμένη για πάντα και σ' όλη την πόλη. Άρχισαν δηλαδή μερικοί από την οβραίικη φτωχολογιά και πηγαίναν εργάτες, δουλεύαν μαζί με Ρωμιούς, μαθαίνανε τέχνες, παναπεί πως δουλεύανε και το Σάββατο. Δεν είτανε και πολλοί, έφταναν ωστόσο για να φαίνεται το πρώτο ράγισμα. Οι άλλοι τους κοίταζαν ξαφνιασμένοι, περιμένανε τον κεραυνό που θα πέσει στα κεφάλια τους, τους είδαν ύστερα που δεν έπαθαν τίποτα - γίνανε πλιότεροι. Και μερικά μαγαζιά αρχίσαν και κείνα δειλά-δειλά κι ανοίγανε λίγο το Σάββατο, να μη χάνουνε τους χωριάτες που κατέβαιναν να ψωνίσουν.
- Δεν ακούνε... Δεν ακούνε, είπε μελαγχολικά ο ραβίνος κ' έξυσε το γενι του με το μεγάλο του δάχτυλο. Τον τελευταίο καιρό είχε ολότελα κουφαθεί κι όλο μίλαγε μοναχός του κι όλο κούναγε το κεφάλι του πάνω και κάτω. Κόντευε κι αυτό να ξεκαρφωθεί πίσω στο σβέρκο - σαν του Μουφτή.
Κι ο πρόεδρος της Κοινότητας τους είχε φωνάξει.
-Δεν ακούνε τίποτε. Ο ρωμαίικος ο νόμος δεν ορίζει να μη δουλεύουμε Σάββατο κ' η Κοινότητα δε μας το πληρώνει να καθόμαστε δυο φορές τη βδομάδα - κάτι τέτοια του λέγανε κ' είτανε κ' αυτός πολύ λυπημένος.
Ο ρωμαίικος ο νόμος;... Ο Σαμπεθάι Καμπιλής δεν είπε τίποτα. Άφησε το πράμα και κύλησε λίγο καιρό μονάχο του. Και ξαφνικά πήρε μια μέρα ένα μάστορα και δυο-τρεις εργάτες και τους έφερε στο μαγαζί του. Τους έβαλε και γκρεμίσαν την πορτούλα. Τα παιδιά του κι ο Σιέμος κοιταζόντανε, κοιτάζαν και δεν πιστεύαν τα μάτια τους. Αυτός στεκόταν εκεί με τα παιδιά ανοιχτά και τα χείλια σφιγμένα. Τους κοιτούσε που γκρεμίζαν αυτή την πόρτα, γκρεμίσαν όλον τον τοίχο. Ένας κόσμος παλιός γκρεμιζόταν για πάντα, έφευγε πίσω. Και ξεπρόβαλε τώρα ο θησαυρός της δικής του πραμάτειας - να τον βλέπουν όλοι.
Τράβηξε λίγο παραμέσα το τραπέζι και ξανακάθισε σάμπως να μην είχε γίνει τίποτα. Κι ολότελα ξαφνικά, έτσι ξαφνικά όπως είχε γκρεμίσει τον τοίχο, ξανοίχτηκε μέσα στην αγορά - πιστώσεις, εμπορεύματα, συνεταιρισμούς. Τα οβραίικα μαγαζιά βρεθήκανε όλα δεμένα με το δικό του - συμβόλαια, συνεταιρισμοί, πιστώσεις, συμφέροντα και κέρδη. Κανένα δεν ξανάνοιξε Σάββατο. Γύρω στους εμπόρους βολοδέρνανε κ' οι μικρότεροι - μεσίτες, μεταπράτες, μικρέμποροι και πραματευτάδες, οι γυρολόγοι. Παρακάτω δένανε κι αυτοί την οβραίικη φτωχολογιά με τα χίλια σκοινιά - παράδες, ανάγκες, συγγένειες, ελπίδες. Ο ίσκιος του μαγαζιού του τους σκέπασε όλους. Συναγώι, Κοινότητα και το μαγαζί το δικό του είταν τώρα ένα και τα τρία - ο νόμος του Αβραάμ, ο φόβος και το χρήμα - η κλώσσα. Τίποτα πια δεν μπορεί να σαλέψει μέσα στα οβραίικα δίχως τη θέληση τη δική του.
Η μάνα του Γιοσέφ, αυτή μονάχα είχε απομείνει κει πέρα, έξω απ' τη θέληση τη δική του, έξω από κάθε νόμον οβραίικο ή ρωμαίικον. Μισοζωντανή μισοπεθαμένη, μισογνωστική και μισόζουρλη, τριγύριζε από δρόμο σε δρόμο κι από πόρτα σε πόρτα και ρωτούσε τους Οβραίους για τον Γιοσέφ αν εμάθανε τίποτα - αυτή δεν ήξερε και τον περίμενε ακόμα.
Κ' οι Οβραίοι σκύβανε το κεφάλι τους, δεν ξέρανε τι να της πούνε, μερικοί τρέχανε να κρυφτούν, δε θέλαν να πέσουν απάνω της. Ο Σαμπεθάι Καμπιλής το' ξερε κι αυτό, πως ο Χαΐμ Εζρά της μάζωνε πάντα κάτι λίγα λεφτά στο μαγαζί του και πήγαινε και της τα' δινε. Να του το' κοβε - χειρότερα. Έπεσε στα γόνατα και παρακάλεσε ταπεινά το Θεό του να τη σηκώσει μιαν ώρα αρχύτερα να τελειώσει και το δικό της το βάσανο.
Ο Θεός άκουσε τη φωνή του - η γριά πέθανε κι αυτή πολύ γρήγορα. Και μόνο τότε που δεν έμεινε τίποτα πια, τότε μονάχα την ένιωσε τη λύπη που τόσον καιρό του' τρωγε την καρδιά. Την ένιωσε και φοβήθηκε. Φοβήθηκε για το ράγισμα, πως δεν είταν όξω, στην Κοινότητα, με τους λίγους φουκαράδες που θέλανε να δουλέψουνε Σάββατο και δεν ξανακότησαν, με τους πέντε-δέκα εμποράκους που θέλαν ν' ανοίξουν το Σάββατο και δεν ξανανοίξανε. Πως η πίστη η δική του δεν είταν αμόλευτη σαν και πρώτα, αφού λογάριαζε την καρδιά του αν χαιρόταν ή πόναγε και σκεφτότανε κι αυτός σαν τους άλλους και τούτο και κείνο και τη γριά και το θάνατο - αυτό φοβήθηκε. Και βιάστηκε να ξεπλύνει την προδοσία και την αμαρτία του.
Έτσι τ' αποφάσισε τότε και γίνηκε πρόεδρος της Κοινότητας. Άρχισε και πήγαινε ταχτικά στο νομάρχη και το δήμαρχο, είχε γράμματα με τους βουλευτές του νομού, μπήκε στο συμβούλιο του Εμπορικού Συλλόγου και του Επιμελητηρίου, έβαλε το Σιέμο στο Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης. Κάπου-κάπου έδινε και μικρά ανώνυμα αρθρίδια στην τοπική εφημερίδα για τα ζητήματα της Κοινότητας των Οβραίων και για ζητήματα γενικότερα.
- Χαίρομαι πάρα πολύ που η ισραηλιτική μας Κοινότητα αρχίζει να γίνεται κοινωνικός παράγων τόσο δραστήριος, έλεγε ο εκδότης της και τσέπωνε το φάκελο με το παραδάκι.
Ο Σαμπεθάι Καμπιλής σήκωνε τα μάτια και κοίταζε αυτό το μούτρο που χαιρότανε για την ισραηλιτική μας Κοινότητα. Αν ντρεπόταν εκείνη τη στιγμή για τον εαυτό του, αν λυπόταν για τον παλιό τον καιρό, θα' χε πάλι τύψεις το βράδυ.
Τώρα φόραγε κι αυτός μια ρεπούμπλικα στο κεφάλι του κανονικά πατημένη, έβαλε το παλτό με κουμπιά σταυρωτά κι από την άνοιξη και πέρα ως το τέλος του καλοκαιριού ντυνότανε μ' ανοιχτότερα ρούχα. Ο παλιός ο καιρός της ταπεινοσύνης που χρειαζότανε τότες κ' έφτανε και περίσσευε, φαινότανε πια μακριά, σα να' τανε μονάχα ένα βιβλίο μέσα στη Βίβλο, δίπλα στο Λευιτικό, σα να' χε πεθάνει μαζί με το Μουφτή που κούναγε το κεφάλι του, με το Γιοσέφ που δεν ήξερε να κουμπώσει τα κουμπιά του παντελονιού του...
Η ομίχλη είχε πέσει βαριά - έτσι γινότανε καμιά φορά το χειμώνα σ' αυτή την πόλη. Ώρα περασμένη ο Σαμπεθάι Καμπιλής κατέβαινε κατά τον οβραίικο μαχαλά με τα χέρια σφιγμένα μέσα στις τσέπες του παλτού του. Είταν λυπημένος πάλι κι ούτε το κατάλαβε πως πέρασε την παλιά πόρτα του Κάστρου και βρισκότανε πια μέσα στα οβραίικα. Ψυχή πουθενά. Κάπου κάπου σε κανένα παράθυρο φως. Είτανε μπροστά στην πόρτα του Χαΐμ Εζρά.
- Χαΐμ, ε Χαΐμ, φώναξε δυνατά. Τον φώναξε πρώτα κ' ύστερα μόνο αναρωτήθηκε τι τον ήθελε. Τίποτα δεν τον ήθελε, μετάνιωσε, ντράπηκε, κίνησε να φύγει. Το παράθυρο άνοιξε - δε μπορούσε πια να φύγει. Ο Χαΐμ Εζρά έσκυψε από πάνω με τα νυχτικά του:
- Τι είναι; Καμιά φωτιά πάλι;
- Όχι, εγώ είμαι... Ο Σαμπεθάι.
- Καμπιλής;
- Ναι, εγώ.
- Και τι;
- Μέρες είχα να σε δω...
- Θέλεις τίποτα;
- Όχι... Πέρναγα, είδα το φως... Είπα, δεν έπεσες ακόμα, έτσι μου' ρθε να σε φωνάξω.
Σώπασαν. Ο Χαΐμ Εζρά από πάνου δεν τον έβλεπε καλά μέσα στο σκοτάδι.
- Τώρα γυρίζεις, ρώτησε για να πει κάτι κι αυτός.
- Τώρα, ναι... Δύσκολα, Χαΐμ, όλο δυσκολότερα.
- Σωστά χαγιασέμ, του ξέφυγε κ' ύστερα από τόσον καιρό το ξανάπε.
Καληνυχτίστηκαν, ο Χαΐμ Εζρά έκλεισε το παράθυρο.
- Σωστά χαγιασέμ, το ξανάπε μόνος του μέσα στο δωμάτιο και στάθηκε κι άκουσε τη φωνή του. Του φάνηκε πολύ ταιριαστό για την περίσταση, για κάθε περίσταση, πολύ ωραίο και πολύ αστείο. Κ' έχει και νόημα... νόημα βαθύ - γιατί το σταμάτησε; Αύριο κιόλας το ξαναρχίζει - σωστά, σωστά χαγιασέμ, δύσκολα, όλο δυσκολότερα, κύριέ μου...
Ο Σαμπεθάι Καμπιλής πήγε λίγο παρακάτω και στάθηκε. Ο δρόμος είταν έρημος, ησυχία βαθιά τον έζωνε, δεν ακουγότανε τίποτα, τίποτα. Τίποτα εδώ δεν σαλεύει δίχως τη δική του τη θέληση. Κι ωστόσο μέσα στην αντάρα όλα φαίνονται να γλυστρούνε - όλα γλυστρούνε και φεύγουν και πέφτουν, όλα, κάθε μέρα - να το, λοιπόν, η καρδιά του γλυστράει:
- Γιοσέφ... Καρδιά μου Γιοσέφ... Γιατί; Γιατί εσύ;... Κύριε... Γιατί διάλεξες αυτόν να με δοκιμάσεις;
Ακούμπησε στο στύλο, έβγαλε το καπέλο του και σκούπισε το κεφάλι του που το' λουζε ο ιδρώτας. Μέσα στο σκοτάδι είδε τότες την άγρια μορφή του θεού του, μέσα στην ερημία του οβραίικου μαχαλά ξανάκουσε τη φωνή του...
Να ξυπνάει τον κόσμο για ν' ακούσει, λέει, μια οβραίικη φωνή μέσα στη νύχτα!... Και τι σου χρειάζονται εσένα, Σαμπεθάι Καμπιλή, τέτοια λόγια;
Η προδοσιά κ' η αμαρτία του τον πλακώσαν εκεί μ' όλο το βάρος της νύχτας. Κ' εκεί, το ορκίστηκε τότες μια φορά και για πάντα να μην την αφήσει ποτές απ' τα χέρια του την κοινότητα του Κυρίου του...
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment