Tuesday, February 13, 2007

Μέρος 2ο


Πολλά χρόνια πρέπει να πέρασαν έτσι, πάρα πολλά. Μπορεί νά' τανε στ' αλήθεια και τα δυο χιλιάδες χρόνια του Σαμπεθάι Καμπιλή, μπορεί νά' ταν κι ακόμα παλιότερα, πριν ακόμα ξεκινήσουν να' ρθούνε σ' αυτή την πόλη. Οι πλάκες του Μωυσή κρατούσανε πάντα την παλιά τους γραφή. Κ' η οβραίικη φτωχολογιά τις κουβαλούσε στην πλάτη της, λιμασμένη, καταφρονεμένη, απ' αυτές καρτερώντας τη σωτηρία.

Όπου κάποτε, πάνε τώρα τριάντα χρόνια, ακούστηκε και στην μικρή πολιτεία η φωνή ενός καινούργιου προφήτη. Δεν υπάρχει, έλεγε αυτός, κανένας άλλος τρόπος για τους Οβραίους να γλυτώσουν, να σταματήσει η χαμένη τυράννια τους κ' η ντροπή τους, παρά να τις σπάνσουνε μια και καλή τις πλάκες του Μωησή. Οι φτωχοί με τους φτωχούς κ' οι αρχόντοι με τους αρχόντους, όπως είτανε κιόλας αυτοί και πρώτος-πρώτος ο Σαμπεθάι Καμπιλής. Αυτός τους φοβερίζει τους Οβραίους πλιότερο απ' όλους τους χριστιανούς. Κ' η σωτηρία που τους τάζει είναι οι αλυσίδες που τους δένουν.
Φανερό, λοιπόν, πως αυτός ο καινούργιος προφήτης είταν ο πρώτος Οβραίος κομουνιστής της πόλης αυτής. Σαν ο Σαμπεθάι Καμπιλής φόραγε κι αυτός μια γκρίζα ρεπούμπλικα άχαρα τσαλαπατημένη στο κεφάλι του πού' τανε κι αυτουνού στρογγυλό και τα ρούχα του είτανε το ίδιο σαν του Σαμπεθάι Καμπιλή κακοβαλμένα στο κορμί του - μόνο που, τ' αντίθετο απ' αυτόν, είταν πάντα ξεκούμπωτος, παλτό, σακάκι, γιλέκο, καμιά φορά και τα κουμπιά του παντελονιού του.

Είταν ορφανός από πατέρα κ' η μάνα του τον είχε αναστήσει ξενοδουλεύοντας και τον καμάρωνε ύστερα πόγινε καθηγητής των γαλλικών σ' ένα τέτοιο σκολειό σαν της «Αλλιάνς Φρανσαίζ», που το κράταγε στα χέρια της η Κοινότητα των Οβραίων. Τον καμάρωνε ακόμα που' ταν έτσι ταπεινός και γλυκός κ' οι Οβραίοι τον κοιτούσαν στα μάτια και την τιμούσε κι αυτήν, όπως τιμούν οι φτωχοί τις μανάδες τους.

Ώρες και παράωρες τριγυρνούσε κάθε μέρα στον οβραίικο μαχαλά. Χωρίς καθόλου να γνοιάζεται πως είταν καθηγητής σ' ένα τέτοιο σκολειό σαν της «Αλλιάνς Φρανσαίζ», καθόταν στα πεζοδρόμια και στα πεζούλια και μιλούσε με τις Οβριές και με τους χαμάληδες. Πήγαινε μαζί τους στα καπηλειά τους, εκεί μέσα στα οβραίικα, κι αν δεν έπινε κι αυτός, έτρωγε ωστόσο μαζί τους, με τα δυο του τα χέρια την οβραίικη λαχαναρμιά και τρέχανε τα ζουμιά στο παλτό του. Γέννημα δηλαδή και θρέμμα δικό τους, ολόφτυστο.

Λίγο-λίγο με δισταγμό και με φόβο οι Οβραίοι αρχίσανε και μαζευόντανε γύρω του κι ακούγανε ξαφνιασμένοι που τους εξήγαγε τη Γραφή μ' έναν τρόπο δικό του, καινούργιον κι ανασαίνανε τ' όνειρό του. Μια καινούργια μικρή Συναγωγή άρχισε σιγά-σιγά και γινότανε στο μαγαζί του Χαΐμ Εζρά.

Ο Χαΐμ Εζρά είταν ένας κοιλαράς, αγράμματος μανάβης. Περηφανευόταν πως αυτός τα πρωτόβγαζε στο μαγαζί του κάθε χρόνο, πριν απ' όλους τους μανάβηδες της πόλης, τα πρωτόβουλα πράσα - τέτοιος αγαθός και φιλήσυχος άνθρωπος είταν. Από τον πατέρα του είχε πάρει το συνήθειο κι ό,τι να τού' λεγαν έλεγε σ' όλους «σωστά, χαγιασέμ» - σωστά μα την πίστη μου. Οι πελάτες του μαγαζιού κ' οι περαστικοί τον πειράζανε - «σωστά, χαγιασέμ», του φωνάζαν. «Σωστά, χαγιασέμ», τους αποκρινόταν κι αυτός και γελούσε. Ώσπου κάποτε που τον είχανε πάει στο δικαστήριο μάρτυρα τά' κανε θάλασσα μ' αυτό το καταραμένο το «σωστά χαγιασέμ» και τον σκυλόβρισε κι ο πρόεδρος από πάνω και τον τάραξαν κι οι δικηγόροι από δω κι από κει κι ο κόσμος όλος μέσα στην αίθουσα ξεκαρδιζόταν στα γέλια - έγινε θέατρο και πικράθηκε τότες κι ο Σαμπαθέι Καμπιλής. Από τότες τό' χε κόψει. Μ' από τότες τονε μάθαν όλοι και τον φώναζαν όλοι ο Χαΐμ ο σωστά χαγιασέμ, σάμπως νά' τανε τ' όνομά του. Αυτός δεν έλεγε τίποτα πια, μήτε γέλαγε. Πικραινόταν κάθε φορά και ντρεπότανε στην αρχή - ύστερα το συνήθισε, συνήθισε πως ένας Οβραίος μπορεί να ντρέπεται σ' όλη του τη ζωή χωρίς να χαλάσει το μαγαζί του ή να γίνεται τίποτες άλλο κακό.

Τώρα όλη του την καρδιά και την αγάπη την είχε δοσμένη σ' αυτόν τον καινούργιο προφήτη τους, που τους μιλούσε για την ντροπή των Οβραίων, για το Χριστό που σταυρώσαν οι Καμπιλήδες, για τις αλυσίδες των φτωχών, για μια σωτηρία που δεν την γράφει το Τορρά - καθώς έλεγε. Κάθε φορά που ξεμπλέκανε τέλος στο μαγαζί του, και ξεκινούσε και κείνος να φύγει, τον σταματούσε στην πόρτα και τον κοιτούσε στα μάτια:

- Γιοσέφ... Γλύκα και λύπη είταν στην φωνή του. Φαινότανε κιόλας να ντρέπεται λίγο γι' αυτά τα καμώματα.
- Τι είναι πάλι, τον ρώταγε ο άλλος και γέλαγε.
Ήθελε να του δώσει δυο-τρία αχλάδια ή μήλα, μια σακούλα σταφύλια, κι αν δεν είταν ο καιρός για τα φρούτα ένα μάτσο πράσα, ένα καλοδιαλεγμένο λάχανο - κουμπρουλάχανο που το λέγανε.
- Πάρ' το, μωρέ Γιοσέφ... Τι άλλο μπορώ να σου δώσω;
- Και χωρίς λεφτά; - γελούσε αυτός.
- Χωρίς.
- Δίνουν κι Οβραίοι, μωρέ Χαΐμ, χωρίς παράδες;
- Δεν ξέρω, Γιοσέφ... Δεν ξέρω. Πολύ μας ανακάτεψες εσύ... Πάρ' το τώρα, για την Οβριά. Θέλω να σ' το δώσω.

Άμα δεν είτανε μαζί τους, το ξέρανε, θά' τανε σπίτι. Καθότανε σταυροπόδι κατάχαμα, μ' ένα τραπέζι χαμηλό μπροστά στα γόνατα, διάβαζε κ' έγραφε και ποιήματα. Η μάνα του καθότανε τότες στην οξώπορτα.
- Τι κάνει ο Γιοσέφ, τη ρωτούσαν οι Οβραίοι που πέρναγαν.
- Μέσα είναι... Διαβάζει... Τό' λεγε σα νά' ταν κανένα μυστήριο κι όσο μπορούσε σιγότερα μη του ταράξει την ησυχία. Και στεκόταν εκεί, φύλακας άγγελος δίχως σπαθί, χάιδευε μόνο τα κοκαλιάρικα χέρια της που γδάρθηκαν ξενοδουλεύοντας.
Κάποτε κείνος ακουγόταν από μέσα:
- Οβριά... Που είσαι μωρ' Οβριά;
- Όρσε, φώναξε αυτή, μ' από την πόρτα δεν έφευγε - ήξερε.

Έβγαινε τότες αυτός, τρίβοντας τα μάτια του, πήγαινε δίπλα της, καθότανε στο κατώφλι, περνούσε το χέρι του στον ώμο της που' χε καμπουριάσει κι ο οβραίικος βρώμικος δρόμος γιόμιζε ομορφιά κι αγάπη.
- Αλήθεια, Γιοσέφ, που θα γίνεις μεγάλος άνθρωπος;
- Ποιος σου τά' πε μωρή μάνα, τέτοια μπανταλά; - κουταμάρες δηλαδή.
- Ο Σαμπεθάι Καμπιλής... Ολοένα μου το' λεγε όταν είσουν μικρός...
Ο Σαμπεθάι Καμπιλής!...

Αυτός τον είχε ξεδιαλέξει μέσα στα οβραίικα, αυτός τον έμαθε να διαβάζει οβραίικα. Από τότες πού' τανε μικρός ακόμα, τον έπαιρνε τα χειμωνιάτικα βράδια στο σπίτι και καθόνταν κατάχαμα και διαβάζαν οι δυο τους. Με την καλοκαιριά του παιδί περνούσε απ' το μαγαζί του κι άμα κλείνανε πηγαίναν μαζί στον ερημικό δρόμο πίσω απ' το Κάστρο, στην άκρα της λίμνης, και πάλι μιλούσαν για το Ταλμούτ.

- Βλέπεις, λοιπόν, τον ρώταγε κάποτε ο Σαμπεθάι Καμπιλής και τον κοιτούσε στα μάτια.
- Ναι ραβί, έλεγε το παιδί - ραβί τον έλεγε, δάσκαλο. Όμορφο είναι.

Όσο μεγάλωνε, τόσο πιο πολύ ο Σαμπεθάι Καμπιλής χαιρότανε μέσα του, κρυφά, μυστικά, την εξυπνάδα του, την αγάπη του για τη Γραφή και τη στέρεα γνώση που κέρδιζε μέρα τη μέρα. Κρυφά, μυστικά, δεν ήθελε να φανερωθεί σε κανέναν, βοήθησε και τη μάνα του και τον σπούδασε.

Κάποτε μέσα στο μαγαζί του, καθώς είτανε σκυμμένος στο τραπέζι του και λογάριαζε, ανασήκωνε τα μάτια του και κοιτούσε τον αδελφό του το Σιέμο και τα δυο τα παιδιά τα δικά του. Σάπια κορμιά, κλούβια κεφάλια, ηλίθιοι, του φαρμάκωναν τη ζωή. Μήτε το μαγαζί δε μπορούσαν αυτοί να κρατήσουν άμα κλειούσε τα μάτια του... Έκανε έτσι μια φορά και κοίταζε το ρολόι του. Σε μια, σε δυο ώρες αυτός θά' ταν εδώ... Χαρά μυστική γιόμιζε την καρδιά του, το φως και το στόλισμα που δεν βλέπαν οι άλλοι. Γι' αυτόν τον άνθρωπον, που τον ανάστησε μοναχός του, με τα δικά του τα χέρια, έναν τέτοιο άνθρωπο, που του τον έστειλε ο Κύριος για να του δώσει μια μέρα τα κλειδιά της Κοινότητας, να τραβήξει στο αιώνιο, τ' ακατάλυτο μάκρος του ο νόμος του Μωυσή, εδώ σ' αυτήν την πόλη ή αλλού - και κάποτε τέλος «Εκεί», εκεί που πρέπει, γρήγορα ή αργά, όπως είταν το θέλημα του Κυρίου... Κλείνει τα μάτια του κι ονειρεύεται τότες.

Ο Σαμπεθάι Καμπιλής ονειρεύεται. Έχει κι ο Σαμπεθάι Καμπιλής τ' όνειρό του. Η καρδιά του χτυπάει ζεστά για έναν άνθρωπο - αυτό δεν είναι η αγάπη που λένε;
Ο άνθρωπος αυτός είταν ο Γιοσέφ Ελιγιά, ποιητής και ταλμουδιστής. Είχε αρχίσει τότε και δημοσίευε κάπου-κάπου μικρές θαυμαστές εργασίες για ζητήματα της Γραφής και μοναδικές μεταφράσεις από τα κείμενα. Ο Σαμπεθάι Καμπιλής του παρατήρησε στην αρχή για μερικά σημεία στη μετάφραση από το Άσμα Ασμάτων, λαθεμένα κατά τη δική του τη γνώμη.

- Και τι πειράζει; Γέλασε ο Γιοσέφ. Μήτε εγώ μήτε συ μήτε κανένας δε μπορούμε ν' αλλάξουμε τα κείμενα. Μόνο τα ξηγάμε, άλλος έτσι, άλλος αλλιώς.
- Αυτό Γιοσέφ, δεν είναι κείμενο για να το ξηγάμε - είπε αυτός κ' είταν πολύ λυπημένος. Είναι ο νόμος.
- Είταν, γέλασε πάλι καλόκαρδα ο Γιοσέφ. Τώρα είναι δω και για μας ο ρωμαίικος νόμος. Δε μας φτάνει αυτός;
Ο Σαμπεθάι Καμπιλής κατάλαβε. Έσκυψε το κεφάλι του και δε μίλησε άλλο. Σιγά-σιγά ξεμακραίναν ο ένας από τον άλλον, δε βλεπόντανε ταχτικά, ο Γιοσέφ δεν περνούσε απ' το μαγαζί του.
- Γιοσέφ, του' πε μια μέρα που βρεθήκαν στο δρόμο. Ο ραβίνος πολύ στενοχωριέται μ' αυτά που κάθεσαι και λες.
- Αυτός είναι κουφός, πως μπορεί να ξέρει τι λέω; - γέλασε πάλι ο Γιοσέφ.
Τότες ο Σαμπεθάι Καμπιλής είδε πως έπρεπε πια να δώσει ένα τέλος. Σηκώθηκε ένα μεσημέρι, άφησε το μαγαζί του και κίνησε να τον βρει. Δεν ήθελε να μιλήσουν εκεί, μπροστά σ' όλους τους ηλίθιους. Πήγε και του ηύρε σπίτι του. Καθίσανε κατάχαμα και το μικρό, χαμηλό τραπεζάκι είταν ανάμεσά τους όπως τον παλιό τον καιρό. Ο Σαμπεθάι Καμπιλής είταν πολύ λυπημένος. Ο Γιοσέφ Ελιγιά δε γελούσε. Καθόταν έτσι και σώπαιναν.
- Γιοσέφ, είπε τέλος ο Σαμπεθάι Καμπιλής. Θέλω να φύγεις.
- Το ξέρω, είπε ήμερα ο άλλος.
- Όχι, όχι... Δεν ξέρεις τίποτα εσύ... Να χαχανίζεις μονάχα... Θέλω να πω, πως εγώ... Να λοιπόν, εγώ σε παρακαλώ να φύγεις.
- Καταλαβαίνω, ραβί - τον ξανάπε δάσκαλο. Μα δε θα φύγω.
- Καταλαβαίνεις; Τίποτα δεν καταλαβαίνεις εσύ. Θα σε διώξουν οι Ρωμιοί.
- Τα βλέπεις που λέγαμε κάποτε για το νόμο; Μπορούν στ' αλήθεια να με κυνηγήσουν και να με διώξουν αυτοί.
- Γι' αυτό το θέλω κι εγώ να φύγεις μονάχος σου. Θα βρεις αλλού μια δουλειά, στην Αθήνα, στη Σαλονίκη... Θα σου στείλω ύστερα εγώ και τη μάνα... Ως τα τότες, καταλαβαίνεις...εγώ ό,τι χρειάζεται... Όλα... Ύστερα κάνε ό,τι θέλεις.
- Ξέρω. Μα δε θα φύγω.
- Γιοσέφ... Κοίταξέ με μια φορά - τι τα κατεβάζεις τα μάτια; Πως μπορώ να σε κυνηγήσω, να σε διώξω;... Να σε χτυπήσω εγώ;... Γιατί το θέλεις αυτό;
- Έχω ένα χρέος εδώ... Αυτό είναι όλο. Τ' άλλα...
- Όλοι έχουμε ένα χρέος, πρέπει να' χουμε. Κ' είναι δικό μου το χρέος εδώ να μη σκορπίσουν αυτοί - που θέλεις να πάνε;... Μα είναι κάτι και τ' άλλα που δεν θέλεις τότε, Γιοσέφ, το χρέος πονεί... Πονάει όταν πρέπει... ως το τέλος.
- Αυτό σωστό - ως το τέλος. Εσύ μου το' μαθες... Γι' αυτό σου λέω δε φεύγω.

Ο Σαμπεθάι Καμπιλής κατάλαβε πως είχαν τελειώσει. Σηκώθηκε αργά και βαριά ακουμπώντας τις παλάμες του στα γόνατα. Σηκώθηκε κι ο Γιοσέφ μα δεν πήγε μαζί του. Κοντά στην πόρτα ο Σαμπεθάι Καμπιλής έριξε τη ρεπούμπλικα στο κεφάλι του και στάθηκε μια στιγμή κοιτώντας το πάτωμα.

- Οι Ρωμιοί θα γελάσουν, είπε σε λίγο, που' σκαψα μοναχός μου το λάκκο μου...
- Εσύ ποτέ δε σκοτίστηκες τι λέγαν τι κάνουν οι άλλοι. Άσ' τους να λένε.
- Κ' οι Οβραίοι θα πουν, βγάλαμε κ' εμείς έναν άνθρωπο, μας τον ξέκανε ο Καμπιλής.
- Αυτό που κάνω εγώ θ' απομείνει... Κανένας δε μπορεί να το ξεκάνει.
- Όχι, όχι... Τίποτα πια δεν καταλαβαίνεις εσύ... Άλλο θέλω να πω. Εσύ, εσύ Γιοσέφ... πιστεύεις εσύ, πως ήρθα εδώ να σε φοβερίσω, να σ' αγοράσω; Αυτό θέλω να μου πεις.
Τον κοίταξε με την ημεράδα του χυμένη σ' όλο το πρόσωπό του. Του χαμογέλασε σα να' θελε να του δώσει κουράγιο.
- Τι σου χρειάζονται εσένα, Σαμπεθάι Καμπιλή, τέτοια λόγια;... Ραβί, τι μας χρειάζονται εμάς τέτοια λόγια;
Σήκωσε τα μάτια του κι ο Σαμπεθάι Καμπιλής και τον κοίταξε, τον αγκάλιασε με τα μάτια του - τελευταία φορά.
- Ο Θεός των πατέρων μας ας είναι μαζί σου, είπε ήσυχα και λυπημένα. Κι ας σε φωτίσει.
- Καλό νύχτωμα, είπε ο άλλος φιλικά - είταν η ευχή κι ο χαιρετισμός που συνήθιζαν οι Εβραίοι τ' απόγευμα.

Με σίγουρο χέρι ο Σαμπεθάι Καμπιλής ξερίζωσε τ' άγριο φύτρο. Δεν είταν και δύσκολο. Ο Γιοσέφ διώχτηκε σε λίγο απ' το σκολειό της «Αλλιάνς Φρανσαίζ». Οι πόρτες του κλείστηκαν όλες, στην αρχή οι οβραίικες, ύστερα κι όλες οι άλλες. Κάτι λίγα μαθήματα που τ' απόμειναν κοπήκαν και κείνα - τα παιδιά αρρωστήσανε ξαφνικά ή τα οικονομικά των γονέων έτυχε πάνω στην ώρα και στένεψαν, δε μπορούσανε πια να πληρώσουν. Ζώστηκε ολούθες από τη φτώχεια, κυνηγήθηκε με κείνον τον τρόπο που ξέρουν στην επαρχία να κυνηγούνε - διώχτηκε. Και λίγο πιο ύστερα πέθανε, πολύ νέος ακόμα, κάπου μακριά εκεί στη Μακεδονία. Η μικρή Ιερουσαλήμ για μια ακόμα φορά τον απέκτεινε τον προφήτη της.

Η παρασυναγωγή στο μανάβικο του Χαΐμ Εζρά σκόρπισε.
Ο Σαμπεθάι Καμπιλής αναρωτήθηκε τότες μην είχε μαζί ξεριζώσει και την καρδιά τη δική του. Το ζύγισε, το ξαναζύγισε, το λογάριασε απ' όλες τις μεριές. Και μια χαρά πρωτοφανέρωτη τον πλημμύρισε. Η καρδιά του είχε βαφτιστεί και με τη θυσία στην αγάπη του Κυρίου του. Την ένιωθε αμοίραστη, δυναμωμένη και φτερωμένη. Τίποτα άλλο δεν είτανε μέσα - μήτε πόνος για τον Γιοσέφ μήτε λύπη για τα παλιά, μήτε δισταγμός - τίποτα.

Ήξερε ωστόσο πως τα μουρμουρίσματα δεν σταματούσανε στα οβραίικα και μέσα σ' όλη την πόλη μ' αυτή την υπόθεση του Γιοσέφ. Είταν μια ευκαιρία για όλους όσοι θέλανε να χτυπήσουν τον Σαμπεθάι Καμπιλή και πίσω απ' αυτόν τον Μητροπολίτη. Τέτοιες ευκαιρίες στην πόλη μας δεν τις αφήνανε να χαθούνε. Βγήκανε, λοιπόν, και λέγανε πως ο Γιοσέφ δεν έκανε τίποτα δίχως να ρωτήσει τον Καμπιλή, όλα μαζί τα κάνανε, μπορεί και να' τανε και σχέδιο της «Σιών», και μονάχα την τελευταία στιγμή, όταν η ελληνική αστυνομία πήρε τα μέτρα της, τότε μονάχα ο Σαμπεθάι Καμπιλής τον ξεπούλησε τον άνθρωπο το δικό του - με δυο λόγια, ρίχναν όλο το βάρος απάνω του. Άλλοι, πάλι, μουρμουρίζανε πως ο Γιοσέφ Ελιγιά δεν είταν κομουνιστής, τίποτα κακό δεν έκανε κ' η ελληνική αστυνομία δεν τον πείραξε κι ούτε κ' είχε σκοπό να τον πειράξει ποτές έναν τέτοιο άνθρωπο, μα ο Σαμπεθάι Καμπιλής θέλησε να τον ξεφορτωθεί γιατί φοβήθηκε για τη δική του θέση και τον εξόντωσε τον καημένον - δουλειές του Μητροπολίτη. Άλλοι κοίταζαν το πράμα βαθύτερα και στο πρόσωπο του Σαμπεθάι Καμπιλή βλέπαν την απονιά των Οβραίων που' χανε σταυρώσει και το Χριστό - αυτοί δεν γίνονται ανθρώποι, μόνο εμείς τους αφήνουμε και καζαντίζουν και τους έχουμε ανοιχτές όλες τις πόρτες...

Ο Σαμπεθάι Καμπιλής έσκυψε και ξανάκουσε την καρδιά τη δική του. Φτεροκοπούσε πάντα. Και μαζί με τη χαρά την πρωτοφανέρωτη ένιωθε τώρα πόσο βαθιά τον καταφρονούσε όλον αυτόν τον όχλο - των Οβραίων και των Ρωμιών - με τις τιποτένιες φροντίδες, τις χαρές του τις ψεύτικες, με την καρδιά την αδύνατη, που δεν κόταγε να σηκώσει κεφάλι, μόνο μουρμούριζε μουλωχτά.

Τότε μαθεύτηκε πως το Σάββατο βγήκε στο Συναγώι μπροστά στους Οβραίους και τους είχε μιλήσει. Δεν είταν αλήθεια πως του μίλησε. Πήγε δίπλα στο ραβίνο και στάθηκε ταπεινός με το κεφάλι σκυμμένο και τον περίμενε να τελειώσει. Και πήρε κατόπι και τους διάβασε κι αυτός από τη Γένεση εκείνο το μέρος, το είκοσι δύο, που γράφει για τη θυσία του Αβραάμ. Τους το διάβασε οβραίικα και τους το' πε κ' ελληνικά να τ' ακούσουν όλοι τους. Τίποτα άλλο δεν είπε, δεν έδωσε καμιάν εξήγηση γι' αυτήν την εμφάνισή του. Και μόνο σαν τέλειωσε σήκωσε τα μάτια του στα «χαραφόθ» - δηλαδή κατά πάνω - κι όπως ο Αβραάμ είταν έτοιμος να θυσιάσει το γιο για την αγάπη του Θεού, έτσι και εμείς ας μένουμε πιστοί πάντα στ' όνομά του - τόσο μόνο τους είπε.

- Αμέν, ακούστηκε μέσα στο Συναγώι μια πνιγμένη βουή, σαν το βούισμα απ' τις καλαμιές που λυγάνε στον άνεμο. Η κλώσσα της Συναγωγής είχε τινάξει τα φτερά της και τα ξανάκλεισε βαριά πάνω στα τρομαγμένα κλωσσόπουλα. Η καταχνιά της προαιώνιας τάξης ξαναπλώθηκε στα οβραίικα. Μπορούσαν να το μάθουν κ' οι «άλλοι». Ο Σαμπεθάι Καμπιλής είχε τελειώσει πια μ' άλλους.

No comments: